Βυζαντινός Δρόμων

Αλφαβητικο Ευρετηριο

Αναζήτηση



Δώστε κείμενο για αναζήτηση



Επισκεπτες

PostHeaderIcon Α ρόδο

αλλιώς -, uk. to ride in the effing , f. rester en grande rade, i. -, esp. -.

(ναυτ.) Όρος της ναυτικής γλώσσας αντίστοιχος προς το «αποσαλεύω», που σημαίνει στη δημοτική «μένω μακρυά από την παραλία στην ανοικτή θάλασσα». Έχει όμως και τη σημασία του «κάνω κράτει» για λίγο έξω από ένα λιμάνι ή αγκυροβόλιο για να επικοινωνήσω με την ξηρά ή άλλο πλοίο αγκυροβολημένο, χωρίς στο μεταξύ να ρίξω άγκυρα.

Εις τον σάλον, ανοικτά, επ’ αγκύρας μακράν της ξηράς, εκ της ενετικής a roda. Παλαιότερον είχε την σημασίαν του αποσαλεύω, συν τω χρόνω όμως μετέπεσε εις την σημασίαν του κρατώ ή ανακωχεύω προς αποβίβασιν ή παραλαβήν επιβατών, φόρτωσιν ή εκφόρτωσιν εμπορευμάτων. Μεταφορικά τράβα α ρόδο = φύγε, απομακρύνσου.

Σχήματα: